- neoteinia
- A state of prolonged immaturity
Grandiloquent dictionary. 2006.
Grandiloquent dictionary. 2006.
neoteinia — see neoteny … Dictionary of invertebrate zoology
neoteinia — ne·o·tei·nia … English syllables
neoteinia — noun see neoteny … Useful english dictionary
νεοτενία — η βιολ. η διατήρηση προνυμφικών ανώριμων χαρακτήρων και στο στάδιο τού ενήλικου ατόμου σε ορισμένα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neoteny / neoteinia (< νε[ο] * + τείνω)] … Dictionary of Greek